εξελκυσμός

εξελκυσμός
ο (Α ἐξελκυσμός)
ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος τού κυήματος από τα γεννητικά όργανα τής μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών
αρχ.
1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση
2. μετακίνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξελκυσμός — pulling out masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελκυσμοῦ — ἐξελκυσμός pulling out masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελκυσμῷ — ἐξελκυσμός pulling out masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελκυσμόν — ἐξελκυσμός pulling out masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”