- εξελκυσμός
- ο (Α ἐξελκυσμός)ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος τού κυήματος από τα γεννητικά όργανα τής μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιώναρχ.1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση2. μετακίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.